- ἀθάρα
- ἀθάρᾱ , ἀθάρηgruelfem nom/voc/acc dualἀθάρᾱ , ἀθάρηgruelfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… … Dictionary of Greek
ἀθάρᾳ — ἀθάραι , ἀθάρη gruel fem nom/voc pl ἀθάρᾱͅ , ἀθάρη gruel fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάρας — ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem acc pl ἀθάρᾱς , ἀθάρη gruel fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθάραν — ἀθάρᾱν , ἀθάρη gruel fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ATHERA — Aegyptiorum Monachorum pulmentum fuit, descriptum Cassiano Collat. 15. c. 10. Hesychio ἀθήρα seu ἀθάρα, edulium est ex tritico et lacte confectum Aegyptiis. Plin. l. 22. c. 25. et Dioscorides l. 2. c. 114. medicamentum fuisse dicunt, pulticulam… … Hofmann J. Lexicon universale
αθήρα — ἀθήρα και ἀθήρη, η (Μ) η αθάρα* … Dictionary of Greek